μαχαίρωμα

μαχαίρωμα
το
το πλήγμα, το τραύμα με μαχαίρι: Τα μαχαιρώματα είναι συχνά στις κακόφημες περιοχές.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μαχαίρωμα — ατος, το [μαχαιρώνω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μαχαιρώνω, φόνος ή τραυματισμός με μαχαίρι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”